κτηνόθυτος

κτηνόθυτος
κτηνόθυτος, -ον (Α)
(για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -θυτος (< θύω), πρβλ. θεό-θυτος, ιερό-θυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”